View Larger Map
Η ΔΙΒΡΗ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ
Αντικρύζοντας τη γοητευτική αρχόντισσα του Ολωνού, την πανέμορφη Δίβρη, απ’ τη μεγάλη στροφή του αμαξιτού δρόμου Πύργου - Τριπόταμα, ο επισκέπτης μένει έκθαμβος και εκστατικός. Αναμφίβολα βιώνει το πανόραμα της απόκοσμης και ειδυλλιακής αυτής γωνιάς, που είναι σπαρμένη ανάμεσα στην αγριότητα και το μεγαλείο της τραχειάς φύσης της πλούσιας χλωρασιάς της Ηλειακής γης.
Η μεγαλοπρέπεια του τοπίου και η ιλαρότητα του κατοικημένου χώρου παρέχουν την αίσθηση της μοναδικότητας, και προκαλούν δέος.
Και κάπου οι μνήμες του επισκέπτη μπλέκονται στη Δίβρη την πολύβουη με το ανθηρό εμπόριο, τους πολυάνθρωπους μαχαλάδες, το αρχοντολόϊ και τους καλαμαράδες του παλιού καιρού, τη Δίβρη έπαλξη και μετερίζι ενάντια στις καταδρομές και τους αγώνες για λευτεριά, με τη λεβεντιά και το στοχασμό του Σήμερα, που ζει τη σύγχρονη πραγματικότητα κι ας έχουν μείνει τα ίχνη της. Όπως κι αν έχει το ζητούμενο η πραγματικότητα δεν αλλάζει, η κωμόπολη κουβαλάει αξεδιάλυτα δεμένες την αίγλη και τη γοητεία του παρελθόντος, με τη φθορά, την εγκατάλειψη και την παρακμή του Σήμερα, που παρ’ όλα τα μέσα της τεχνολογικής εξέλιξης και του πολιτισμού, συνεχώς φθίνει.
Στη φαντασία του κάθε στοχαστή μεσ’ απ’ την αχλύ του χρόνου παρελαύνουν και διαγράφονται εικόνες αλλοτινών εποχών, τότε που το φράγκικο Κάστρο στους Λαζαράδες, φτιαγμένο με προχειρότητα από χέρια ανειδίκευτων τεχνητών, υψωνόταν σαν τεράστιος γίγαντας με τους Φράγκους ιππότες και τους Καταλανούς για να διαφεντεύει τον τόπο, ενώ αυτοί προσπαθούσαν με τις πομπώδικες γιορτές τους να συνεχίσουν το ρυθμό και τη ζωή της μακρυνής πατρίδας τους.
Ανάεροι παρουσιάζονται μπροστά του, τα λεφούσια των επαναστατών και οι καπεταναίοι τους με τις ασημένιες πάλες και τα γιαταγάνια τους στις πλατείες των συνοικισμών που έσφυζαν τότε από ζωή και κίνηση στα νεώτερα χρόνια της Επανάστασης του 21. Αφουγκράζεται τα χάχανα και τα γέλια από τα σχολειαρόπαιδα του Ελληνικού, του Σχολαρχείου και του υποδιδασκαλείου που καταργήθηκε - έπαυσε να λειτουργεί το 1902. Περιεργάζεται στο παζάρι τους ξωμάχους απ’ τα γύρω χωριά, φορτωμένους με προϊόντα δικής τους παραγωγής που διαλαλούν την ποιότητά τους και παρακολουθεί τα αλησιβερίσια με τους ντόπιους έμπορους και τις ανταλλαγές της τσούκνας με τις φουρμαέλες του Πορετσού ή τα φασόλια και τα βουτύρια της Βερβινής.
Περιδιαβαίνει τα αρχοντικά και τα τζάκια των πολιτικών που ξεκίνησαν από τούτη τη μικρή πολιτεία να κατακτήσουν το κουβέρνο και το πέτυχαν, κι ευφραίνεται απ’ το άρωμα του ταμπάκου, του ντόπιου ταμπάκου που κοβόταν στον καλογερικό ταμπακόμυλο.
Και άθελά του συγκρίνει την ερημιά των μαχαλάδων και της αγοράς, τα απομεινάρια και τους σκυθρωπούς όγκους των ερειπωμένων σπιτιών κι αρχοντικών, που σε κάποιες άλλες εποχές όχι και πολύ μακρινές, έδιναν το στίγμα και την ιδιαιτερότητα στην άλλοτε πρωτεύουσα του τέως δήμου Λαμπείας και της επαρχίας Διποταμίας.
Όμως το σμαράγδι αυτό του Ερύμανθου η περήφανη αρχόντισσα είναι μια κι η τωρινή αποτελεί τη συνέχεια της παλιάς κωμόπολης, της δόξας και του κλέους, χτισμένη από τότες αμφιθεατρικά στις υπώρειες και τον πρόβουνο του Λαμπείου ή Αστερίωνα σε υψόμετρο που κυμαίνεται από 820 έως 970 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Βασικά αποτελείται από έξι συνοικισμούς - Γκρουστάδες, Καρυανάδες, Λαζαράδες, Βασιλαίους, Περδικαράδες, Πέρα Μαχαλάς - οι οποίοι απέχουν μεταξύ τους κι απ’ την Αγορά 15 λεπτά της ώρας περίπου, καθώς και τον συνοικισμό Αμυγδαλή - Μπαρμπότα - μια ώρα μακριά από την κωμόπολη. Κάθε συνοικισμός έχει το δικό του Ναό με την Ενορία του, και το νεκροταφείο του. Τα ανηφορικά δρομάκια με τα γραφικά γεφυράκια στις βαθύσκιες ρεματιές με τα κατάψυχρα νερά ενώνουν το κέντρο -την Αγορά- με τις συνοικίες.
Ενώ οι πάμπολλες ρεματιές ενωμένες στο κάτω μέρος της κωμόπολης σχηματίζουν το Διβριώτικο χείμαρρο, που εκβάλλει στην Ντοάνα Ερύμανθο παραπόταμο του Αλφειού.
Στο κέντρο της κωμόπολης κάτω από το Δημόσιο δρόμο υψώνεται
μεγαλόπρεπο το κτίριο του Δημοτικού Σχολείου Δίβρης δωρεά του Α.
Συγγρού. Επάνω από το δρόμο κοντά στο Σχολείο είναι ο Μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου πολιούχου της κωμόπολης, που ανεγέρθηκε εσχάτως με τη συνδρομή των Διβριωτών της Αθήνας και της διασποράς επί προεδρίας Συλλόγου του διβριωλάτρη Νίκου Σωτηρόπουλου, παρέδρου Α.Σ.Δ.Υ. πάνω σε αρχαιότερο ναό, τον οποίο κατεδάφισαν περί το 1925 για να μην συμβούν ατυχήματα.
Επίσης λειτουργούν Νηπιαγωγείο, Γυμνάσιο, Λύκειο, Ειρηνοδικείο, Ταχυδρομείο, Τηλεγραφείο, Αγρονομείο, Συμβολαιογραφείο και σταθμός Χωροφυλακής. Εξ άλλου, παρέχονται και άλλες κοινωνικές – μορφωτικές δραστηριότητες μέσω του «ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΔΙΒΡΗΣ» όπως λειτουργία μεγάλης βιβλιοθήκης, πενθήμερες πολιτιστικές εκδηλώσεις, «Φεστιβάλ του Βουνού», ημερίδες για την ανάπτυξη και τον πολιτισμό κ.λπ. που προοιωνίζονται καλύτερες μέρες γι’ αυτό το ξεχωριστό κομμάτι της Ηλειακής Γης.
Η κτηματική περιφέρεια της κωμόπολης κατά την εμβαδομέτρηση του 1963 είναι 44.000 στρέμματα, από τα οποία 6.200 στρεμ. είναι κατοικημένος χώρος, τα 6.800 στρεμ. είναι γεωργική γη, 12.500 στρεμ. καλύπτονται από δάση και 18.500 στρεμ. είναι βοσκότοποι. Η Δίβρη συνδέεται με τον Πύργο που απέχει 65 χιλιόμετρα με ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Το ίδιο με την Πάτρα που απέχει 80 χιλιόμετρα (111 οδός). Την Τρίπολη που απέχει 93 χιλιόμετρα και τα Καλάβρυτα που απέχουν 60 χιλιόμετρα.
Από πολεοδομική άποψη η Δίβρη έχει κηρυχτεί «ενδιαφέρων οικισμός» ανάμεσα στους 2-3 του Ν. Ηλείας, πλην όμως αυτός ο «θώρακας» προστασίας της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και της αισθητικής του περιβάλλοντος είναι μόνο στα χαρτιά.
Η πάλαι ποτέ ένδοξη Δίβρη, βαριά τραυματισμένη από τη μάστιγα της αστυφιλίας, την εγκατάλειψη της Πολιτείας και την αδιαφορία των σημερινών οικιστών της, ακολουθεί τη μοίρα πολλών άλλων «κάστρων και προσκυνηταριών» της πατρίδας μας, που τείνουν προς οριστικό μαρασμό και εξαφάνιση. Ευτυχώς όμως για τη Δίβρη, υπάρχουν τρεις σημαντικοί παράγοντες που την κρατάνε ζωντανή ακόμη και δίνουν πολλές ελπίδες για ανάκαμψη και μελλοντική ανάπτυξή της. Πρώτον, ότι διασχίζεται από τις δύο σημαντικές οδικές αρτηρίες, την Εθνική οδό - 111 (Πατρών - Τρίπολης) και Αρχαίας Ολυμπίας - Καλαβρύτων. Δεύτερον, η μεγάλη της ιστορική, πνευματική και πολιτιστική κληρονομιά, καθώς και οι αξεπέραστες φυσικές καλλονές. Και τρίτον η συγκινητική προσπάθεια των απανταχού στην Ελλάδα τέκνων της, που ενδιαφέρονται και μεριμνούν γι’ αυτήν.
Άσχετα όμως με τις μνήμες περασμένων και ξεχασμένων άλλων εποχών, οι οποίες μας θέλγουν και μας γοητεύουν, οι Διβριώτες του Σήμερα, που ανέκαθεν ήταν άνθρωποι φιλοπρόοδοι, φιλόξενοι κι εργατικοί, θα πρέπει να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν συνθήκες για καλύτερη ποιότητα ζωής, αφού έχουν αποδείξει ότι διαπρέπουν σ’ όλο τον κόσμο στο εμπόριο, τα γράμματα και τις τέχνες, ακολουθώντας την παράδοση του τόπου.
ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ - ΠΡΟΙΟΝΤΑ
Η κωμόπολη της Δίβρης από τα πολύ παλιά χρόνια είχε περίπου την ίδια κτηματική περιφέρεια που κατέχει και σήμερα. Κι αναρωτιέται κανείς πως το φτωχό κι άγονο έδαφός της μπορούσε να βγάζει τόσα προϊόντα που να επαρκούν για να θρέψουν τον πληθυσμό μιας τόσο πολυάνθρωπης κωμόπολης. Η εξήγηση βρίσκεται – δίνεται αν αναλογισθεί κανείς το λιτοδίαιτο των κατοίκων, τη φιλεργεία, και την επινοητικότητα των ανθρώπων της, στο να βρίσκουν και άλλους τρόπους και μέσα διαβίωσης.
Βέβαια δεν καλοπέρναγαν, γιατί η οικονομική κατάσταση ήταν τραγική.
Τα φτωχά και άγονα χωράφια ξερικά ή ποτιστικά, μόλις διπλασίαζαν το σπόρο και καμιά φορά ή μάλλον πολλές φορές με τις θεομηνίες ούτε κι αυτόν (το σπόρο) δεν έπαιρναν. Το λίγο σιτάρι ανακατεμένο με κριθάρι που έδινε το σμιγάδι ή το αραποσίτι με τη μπομπότα ήταν η κύρια τροφή. Ο τραχανάς, οι χυλοπίτες, το χοιρινό λίπος που αντικαθιστούσε το λάδι, το παστό της λαγίνας και ως επί το πλείστον τα άγρια χόρτα ή τα ήμερα ανακατεμένα με ελάχιστα φασόλια μαυρομάτικα ήσαν τα συνηθισμένα φαγητά τους, ενώ το λίγο κρασάκι ήταν το συμπλήρωμα της ανεπαρκούς τροφής. Για να αντεπεξέλθουν στη μίζερη ζωή τους ήσαν υποχρεωμένοι να εργάζονται σκληρά και υπεράνθρωπα.
Άρχιζαν την εργασία με το χάραμα της ημέρας έως τα βαθειά μεσάνυχτα, άλλοι στα δάση για υλοτομία, άλλοι στα χωράφια και τα αμπέλια τους κι άλλοι με τα γιδοπρόβατα στη βοσκή. Πολλοί καλλιεργούσαν καπνό, ο οποίος ήταν εκλεκτής ποιότητας και τον χρησιμοποιούσαν για τις ντόπιες ανάγκες, αλλά τον αγόραζαν και οι αγάδες του Λάλα και των άλλων χωριών της Πηνείας. Είχαν και κουκούλια, δηλαδή έτρεφαν μεταξοσκώληκες με τα φύλλα μουριάς - συκαμινιάς που την εποχή εκείνη ήσαν αρκετές και μάλιστα τις έδιναν για προίκα στα κορίτσια τους, καθώς βλέπουμε σε διάφορα προικοσύμφωνα. Τη ζάχαρη που ήταν δυσεύρετη αντικαθιστούσε το μέλι από τα μελίσσια που είχαν αρκετά. Οι 100 οκάδες κερί που έπρεπε να δώσει η Θοδωριά η Φαρσού από τη Δίβρη, καθώς αναφέρεται στο μαρτυρικό της 20ης Νοεμβρίου του 1755, στο τζαμί του Μπεκύρ αγά, δείχνουν το μέτρο στο βαθμό της μελισσοκομικής που είχε η Δίβρη. Τα ασβεστοκάμινα που λειτουργούσαν έως και τη δεκαετία του 1950 ήταν ένας άλλος πόρος ζωής. Ο αργαλειός και τα διάφορα υφαντά κάλυπταν τις προσωπικές και οικογενειακές ανάγκες. Τα εργαστήρια με την τσούκνα ήσαν φημισμένα σ’ όλο τον ορεινό χώρο Ηλείας - Αρκαδίας και Καλαβρύτων.
Ασύγκριτοι και ασυναγώνιστοι όμως, οι Διβριώτες, ήσαν στο εμπόριο.
Είχαν επίδοση και μακρά παράδοση στον τομέα αυτόν και εξακολουθούν.
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά, πολλές από τις καλλιέργειες δεν γίνονται και πολλά από τα τότε προϊόντα έχουν εξαφανισθεί.
Για παράδειγμα αναφέρουμε το μετάξι, τις συκαμινιές (συκομωρέες), τον καπνό, την τσούκνα, το ξακουστό μέλι κ.α.
Ο τεχνολογικός πολιτισμός τα τελευταία χρόνια που εισέβαλε στη Δίβρη, όπως και στα άλλα ορεινά χωριά της πατρίδας μας, άλλαξε συνήθειες και νοοτροπίες, εξαφάνισε πολλές από τις καλλιέργειες και περιόρισε τις ασχολίες των ανθρώπων με τη γη και τη φύση.
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Η κωμόπολη της Δίβρης κείμενη στον ορεινό όγκο του Λάμπειου όρους και χτισμένη αμφιθεατρικά σε γήλοφους. που αποτελούν προέκταση των δασωμένων πλαγιών της Ανάληψης και του Αστερίωνα, διατηρεί σήμερα έντονα το παραδοσιακό της χρώμα. Αυτή η κωμόπολη - μπαλκόνι της Ηλείας - διακρίνεται για τη γνησιότητα της παραδοσιακής λαϊκής αρχιτεκτονικής και το ιδιαίτερο χρώμα του οικισμού. Οι λιθόκτιστες κατοικίες είναι δομημένες με πέτρα πελεκητή. Οι γωνίες στα κτίρια, οι παραστάδες των εισόδων και των παραθύρων είναι σκαλισμένες με ξεχωριστή τέχνη και φροντίδα. Οι περισσότερες στέγες τους είναι κερσμοσκεπείς με ντόπια ή ευρωπαϊκά κεραμίδια, ενώ ελάχιστες έχουν ασβεστολιθικές πλάκες. Μερικές κατοικίες έχουν ξύλινα μπαλκόνια με όμοιο δικτυωτό, τα λεγόμενα χαγιάτια που στηρίζονται σε λίθινους πεσσούς (τετράγωνες κολώνες) ή σε ξύλινα δοκάρια.
Χαρακτηριστικά είναι και σήμερα ορισμένα διώροφα και τριώροφα ευρύχωρα αρχοντικά κτίσματα του περασμένου αιώνα, που αντέχουν όρθια κι ακατοίκητα κόντρα στη φθορά του καταλύτη χρόνου. Άλλα χαρακτηριστικά δείγματα λαϊκής αρχιτεκτονικής εκτός από τα πιο πάνω αρχοντικά, είναι το Παρθεναγωγείο στην αγορά, το Βυζαντινό εκκλησάκι της αγίας Τριάδας στους Γκρουστάδες. Οι εκκλησιές και τα καμπαναριά στους μαχαλάδες-συνοικίες Γκρουστάδες, Βασιλαίοι, Καρυανάδες κλπ. Οι βρύσες του Γαβροβίκου και του Μορίου, κάποια γραφικά γεφυράκια και ορισμένες παλιές κατοικίες που έχουν χτισθεί με ιδιαίτερη φροντίδα, αυλή περιμαντρωμένη και στρωμένη με ακανόνιστες πλάκες προσδίδουν κομψότητα και χάρη και η αυλόθυρα καλοσχεδιασμένη κι εντυπωσιακή αποτελεί αρμονικό και ιδιότυπο κτιριακό σύνολο.
Οι κατοικίες αυτές της κωμόπολης αποτυπώνουν τη λαϊκή τέχνη, εκφράζουν την πνευματική ανάπτυξη και το ανώτερο πολιτιστικό επίπεδο, που κυριάρχησε στο παρελθόν και μας θυμίζουν την αίγλη και το μεγαλείο της πρωτεύουσας του πρώην δήμου Λαμπείας.
ΜΟΝΗ ΖΩΟΔΟΧΟΥ ΠΗΓΗΣ ΑΝΩ ΔΙΒΡΗΣ Η ΜΟΝΗ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΧΡΥΣΟΠΗΓΗΣ
Στη δυσπρόσιτη, απόκοσμη κι ελατοσκέπαστη πλαγιά σύρριζα στη χαράδρα του Αστερίωνα, βορειανατολικά της Δίβρης σε απόσταση περίπου μιας οδοιπορικής ώρας και σε υψόμετρο σχεδόν χίλια εκατό (1100) μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, είναι χτισμένο το μοναστήρι της Παναγίας Χρυσοπηγής.
Είναι αφιερωμένο στη Ζωοδόχο Πηγή, αλλά πανηγυρίζει στις 8 Σεπτεμβρίου (Γενέσιον της Θεοτόκου) με πράξη του ηγουμενοσυμβουλίου για λόγους κλιματολογικών συνθηκών.
Η υποβλητική σιγαλιά του ελατόδασους με την ανεπαίσθητη αρωματική ανάσα του, το κελάρυσμα του κρυστάλλινου νερού που τρέχει ασταμάτητα στα τρίσβαθα της ρεματιάς, και η τραχειά φύση προκαλούν δέος στον επισκέπτη, ενώ νιώθει το μεγαλείο της παντοδυναμίας του Πλάστη και την ένδεια της μηδαμινότητάς του.
Πριν από μερικά χρόνια η ανάβαση στο Μοναστήρι ήταν επίπονη και κουραστική με το υποτυπώδικο, στενό και κακοτράχαλο δρομάκι, που οδηγούσε ως εκεί. Εσχάτως όμως διανοίχτηκε καλός δρόμος, ο οποίος ήδη ασφαλτοστρώνεται, και έτσι μπορεί να φθάσει κανείς άνετα ως την εξώθυρα του Μοναστηριού με αμάξι. Σ’ αυτό το ξέφωτο του δάσους, όπου το σούρουπο με τα μενεξεδένια δειλινά της καλοκαιριάς και το αντιβούισμα από την πάλη των στοιχείων της φύσης στη χειμωνιά και το χιονιά, στέκει ασάλευτο αιώνες τώρα από την ίδρυσή του, το αγαπημένο Μοναστήρι της Δίβρης. Το έτος που ιδρύθηκε δεν μας είναι απόλυτα γνωστό αφού δεν διασώθηκε κάποιο κτιτορικό ή καμμιά επιγραφή. Το καθολικό είναι παμπάλαιο κτίσμα ίσως του 15ου αιώνα ή και παλιότερο. Είναι βασιλική με μια στοά και η εσωτερική επιφάνειά του είναι καλυμμένη από έξοχες τοιχογραφίες. Η «ιστόρηση της αγιογράφησης» έχει γίνει το 1667 όπως μας λέει μια επιγραφή πάνω στο εσωτερικό υπέρθυρο της εισόδου με δυσανάγνωστα συμπλέγματα γραμμάτων. Το κείμενο έχει ως εξής :
Έτει σωτήρηον Α.Χ.Ξ.Ζ. ανηστορήθη ο Θίως και πάνσεπτος ναός ούτως της υπανυπερευλογημένης ενδόξου δεσπήνης ημ(ών) Θεωτόκου κ(αί) αηπαρθένου Μαρή(ας) δηά εξόδου του ευλαβέστατου άρχοντος κηρ Ζαφήρη από χωρήο Πετεούς δηά ψη(χι)κήν σωτηρίαν κ(αι) οφέληαν των γονέ(ων) αυτού, του πανοσιοτάτου Κιρίου κηρ Κηρίλου εις πολά έτη. Εν μηνί Μαΐω.
Ο μητροπολίτης Αντώνιος στη μελέτη του «Ιεραί Μοναί Ηλείας» που δημοσιεύθηκε στην «Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά» 1964 ιστορώντας τα της Άνω Μονής Δίβρης αναφέρει και τα εξής :
«Ο ιερός ναός της ιεράς Άνω Μονής είναι ρυθμού βασιλικής, στηριζομένου του θόλου αυτού, επί αψίδος των πλευρών. Είναι όλος αγιογραφημένος υπό διαφόρων χειρών και από διαφόρων χρονολογιών. Και αι μεν αρχαιότεραι προέρχονται εκ χειρών εξόχου καλλιτέχνου, αι δε νεώτεραι εκ χειρών μετρίας καλλιτεχνικής αξίας. Ο Πρόναος αυτού, είναι επίσης αγιογραφημένος φέρων, επί μεν του θόλου αυτού, τους 24 οίκους των χαιρετισμών, της Κυρίας Θεοτόκου, επί δε των πλευρών αυτού, ανατολικώς με την αναπαράσταση της Β΄ παρουσίας του Κυρίου, θαυμασίως απεικονιζομένην. Επί δε των λοιπών πλευρών, φέρει μορφάς διαφόρων οσίων, ανδρών και γυναικών : Εις το κατώτερον μέρος της Νοτίας πλευράς του Νάρθηκος, υπάρχει μικρά θύρα, οδηγούσα εις κελλίον, σχηματισθέν μεταξύ του Ναού και ενός εξωτερικού τοίχου, μετά των λιθίνων υποστηριγμάτων, άτινα εκτίσθησαν, κατόπιν σεισμού ή καθιζήσεως, προκαλέσαντος την κατά μήκος ρωγμήν του Ιερού Ναού. Τούτο ακολούθως εχρησιμοποιείτο, προς τοποθέτησιν των πασχόντων ψυχοπαθών, ους εκόμιζον οι συγγενείς και έρριπτον εις την Χάριν της Κυρίας Θεοτόκου. Το 1695 υπήρξεν Ηγούμενος αυτής, ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Ιωακείμ ο Νέος, ούτινος τα Ιερά Λείψανα, ευρίσκονται εν τη ιερά Μονή των Νοτενών εις ην απεσύρθη ο άγιος Πατήρ, εις ην διήνυσεν τους ασκητικούς του αγώνας και εν η εξεδήμησε προς Κύριον».
Στη βιβλιοθήκη της μονής υπάρχουν παλαιά έντυπα και μικρό αρχείο, το οποίον αποτελείται από 25 χειρόγραφα διαφόρων ετών ταξινομημένο από τον ανωτέρω Μητροπολίτη. Έχουν καταγραφεί και είναι δημοσιευμένα στα τ.χ 9 και 10 του έγκριτου περιοδικού «Δίβρη». Το ιστορικό ενός χαρακτηριστικού χειρογράφου, περιγράφεται ως εξής :
1823 Μαρτίου 29. Οι επαναστατημένοι έλληνες βρίσκονται στα πρώτα χρόνια του ξεσηκωμού και της λευτεριάς. Όμως τα μαύρα σύννεφα της εμφύλιας διαμάχης, για το ποιος θα διαφεντεύει αυτόν τον τόπο αρχίζουν να απλώνονται και να σκεπάζουν τον ορίζοντα. Οι διορατικοί και οξυδερκείς Διβριώτες του Πέρα Μαχαλά προνοούν και λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα, πριν ξεσπάσει η θύελλα και εμπλακούν στη δίνη του εμφυλίου και ζημιωθεί το χωριό με τα ακολουθήσαντα έκτροπα και τις άλλες ασχήμιες. Ανάμεσα στα μέτρα που έλαβαν, όπως φαίνεται από το χειρόγραφο που φυλάσσεται στο αρχείο της Μονής ήταν και το πιο δραστικό : Η σύναξη και η ορκωμοσία μεταξύ τους, αλλά και η σκληρή και αποτελεσματική ρήτρα, που έβαλαν για όποιον αθετήσει τη συμφωνία και παραβεί τον όρκο του. Παραθέτομε το κείμενο του χειρογράφου ως έχει :
«1823 Μαρτίου 29 Πέρα Μαχαλάς. Την σήμερον εσυμφωνήσαμε όλος ο Μαχαλάς, τρανοί - μικροί, ότι γινόμαστε όλοι ένα, όπου αν λάχη ο Θεός μη τρέξη ή γίνη ένα κακό, να τρέχωμε όλοι δια του ενού το νύχι, του αλλουνού το κεφάλι, εις κάθε μία δουλειά να διαφερθούμε ως χριστιανοί και να συμβουλευόμαστε χωρίς φθόνο και χωρίς μισοκακία και ό,τι μας ακολουθήσει να είμαστε όλοι ένα και όποιος έβγη από τον υπογραμμό και έβγη και κάνει ανακάτωμα ή προδοσία παραμικράν, να έχη την κατάραν του Ιησού Χριστού και της Παναγίας και πάντων των Αγίων και αν το μάθωμε ότι έκαμε ανακάτωμα εις κάθε δουλειά, να έχωμε να του καίμε το σπίτι και την σοδειά του. Το υπογράφομε όλοι ιδιοχείρως μας. Γιάννης Κοκκαλιάρης στέργω, Παπαδημήτρης στρεκτός, Παναγιώτης Κρίτζας στρεκτός, Κωνσταντής Μιχαλόπουλος στέργω, Ασημάκης ... στέργω, Παναγιώτης Φαρμακοτρίφτης, Δημήτρης Γιαννούλης, Οικονομόπουλος στρεχτός, Πετρούτζος στρεχτός».
Στο αρχείο της Μονής υπάρχει και άλλη πράξη των προκρίτων και δημογερόντων της Δίβρης για ομόνοια μεταξύ τους η οποία πάρθηκε στο Μοναστήρι μπροστά στην Εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Η πράξη αυτή έχει δημοσιευθεί από τον Μητροπολίτη Αντώνιο στην «Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά» του έτους 1961 και είναι αχρονολόγητη στο κείμενο, ενώ υπάρχει χρονολογία στο πρωτότυπο (Δεφτέρι). Την παραθέτουμε :
«1755 Σεπτεμβρίου 14. Την σήμερον, εσυμφωνήσαμεν εμείς, η γέροντες κε Προεστή του χωρίου Δήβρις, Παπά Γιοργάκις, παπά Πιέρος, Γιαννάκις Γραμματικός, Φρατζής, Παπά Αλέξανδρος, Γιαννάκις Μπεριόπλος. και Αναστάσιος Μαρόπλος και Παναγούλης και Γιοργάκις Κουνενίς και εσυμφωνήσαμε σήμερον εις το παρόν άγιον Μοναστήριον. έμπροσθεν εις την Εικόνα της υπεραγίας Θεοτόκου, εις το Τουμνίκο, δια να έχωμεν μίαν ΟΜΟΝΟΙΑΝ. Το ό,τι να ειπή ο ένας οσάν και ο άλλος, δια όλες τις υποθέσεις του χωριού, όπου είνε η γνώμη τους, και όποιος ήθελε μετανοήσει, να παραβή τον όρκον όπου εκάμαμε, να μην έχη σύμμαχον την Υπεραγίαν Θεοτόκον και με κακόν τέλος να κόψη ο θεός την ζωήν του».
Η σύσκεψη των προκριτοδημογερόντων της Δίβρης στην Άνω Μονή και το πρακτικό της συμφωνίας την οποία καταγράψαμε από το Δεφτέρι που υπάρχει στη Μονή, πιστεύουμε, ότι κάποιο σοβαρό σκοπό εξυπηρετούσε, με γνώμονα πάντα το συμφέρον της κωμόπολης. Κάποιος κίνδυνος απειλούσε το χωριό, γι’ αυτό έγινε και η συμφωνία τους να πουν όλοι τα ίδια. Αλλά στα χρόνια εκείνα της σκλαβιάς οι προύχοντες στις συσκέψεις τους δεν ανάφερναν καθαρά την αιτία στις αποφάσεις για λόγους ευνόητους. Το γεγονός όμως ότι, το πρακτικό της σύσκεψης και η απόφαση πάρθηκαν στις 14 Σεπτεμβρίου 1755 ημέρα της Ύψωσης του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού που είναι μια από τις μεγαλύτερες εορτές της Χριστιανοσύνης φανερώνει το κατεπείγον, το μέγεθος και τη σοβαρότητα της αιτίας. Ίσως ήταν ο λόγος περί Λαλαίων που αναφέρει ο Μητροπολίτης Αντώνιος ή κάτι σημαντικό που δεν εξακριβώθηκε παρά την ερευνά μας, επειδή οι πρόκριτοι άλλα εννοούσαν κι άλλα έγραφαν. Έτσι λάβαιναν τα μέτρα τους στις δύσκολες εκείνες εποχές.
Το 1949 το Μοναστήρι βρίσκεται υπό κατάρρευση από τις λεηλασίες και τις καταδρομές της εμφύλιας διαμάχης. Με τη λήξη του πολέμου δύο ευσεβείς και ακάματοι μοναχοί όπως ανάφερα πιο πάνω - ηγούμενος Βαρλαάμ Μπαλάσκας και Χαρίτων Σαρρής - εγκαθίστανται στη διαλυμένη Μονή.
Κατέβαλαν υπεράνθρωπες προσπάθειες και με εισφορές των Διβριωτών, εράνους μεταξύ των πιστών της περιφέρειας και την βοήθεια του διαπρεπούς τέκνου της Δίβρης Στέφανου Χ. Στεφανόπουλου κατόρθωσαν να το στηρίξουν και να το ανορθώσουν καθώς και την Κάτω Μονή.
Έτσι το Μοναστήρι στήθηκε και λειτούργησε πάλι! Παράδειγμα στις επερχόμενες γενεές ακάματης προσπάθειας, φιλεργείας και ακατάβλητης πίστης. Άλλαξαν τις κεραμοσκεπές, επιδιόρθωσαν τα ερειπωμένα κελλιά, επισκεύασαν τους μανδρότοιχους και το ανακαίνισαν. Σήμερα διατηρείται σε άριστη κατάσταση, μετά και από τις εργασίες ανακαίνισης που χρηματοδοτήθηκαν από πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρά την προηγούμενη εγκατάλειψη, τις θύελλες και τις καταιγίδες στο διάβα των αιώνων. Τώρα το αγαπημένο Μοναστήρι των Διβριωτών «Παναγία η Χρυσοπηγή» σύμβολο αιωνιότητας σ’ αυτά τα απρόσιτο μέρη, στέκει αγέρωχο, έρημο και μοναχό μεσ’ το ελατόδασος – τεράστιος γίγαντας θεματοφύλακας των ιδανικών του έθνους και σαν άλλη κιβωτός μας θυμίζει την τεράστια προσφορά του και τη βοήθεια της Υπεραγίας Θεοτόκου σε δύσκολες ώρες, σ’ αλλαργηνούς καιρούς και ξεχασμένους.
ΚΑΤΩ ΜΟΝΗ ΔΙΒΡΗΣ
Στην είσοδο της γραφικής κωμόπολης δεξιά του αμαξητού δρόμου και κάτω από αυτόν σε μικρή απόσταση από το Γαβροβίκο με τα άφθονα κρυστάλλινα και κρύα νερά βρίσκεται η Κάτω μονή της Δίβρης. Είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου και είναι κτίσμα του 18ου αιώνα (αρχές).
Κατά την παράδοση κτίστηκε από μοναχούς της Άνω μονής Δίβρης λίγο μετά το 1700 και γι’ αυτό δεν αναφέρεται στα μοναστήρια της δικαιοδοσίας του Επίσκοπου Ωλένης το 1698 στην έκθεση που υπέβαλε στον Ενετό προνοητή Φραγκίσκο Γριμάνη «περί των περιουσιακών στοιχείων ναών και μονών επισκοπής Ωλένης». Η περιφέρειά της που είναι περιμανδρωμένη δεν ξεπερνάει τα δέκα στρέμματα. Η άποψη της μονής καθώς και το σχέδιό της είναι ωραιότατα. Ο ναός της είναι εξαίρετος με τις αγιογραφίες και το ξυλόγλυπτο τέμπλο του. Ο ναός ανακαινίστηκε το 1747 (1746-1747) επί αρχιεπίσκοπου Ωλένης Συμεών.
Στο επάνω μέρος της εσωτερικής πόρτας του Ναού γράφει :«ΑΝΑΚΑΙΝΙΣΤΙ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΓΗΣ Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΟΥΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΕΥΛΟΓΉΜΕΝΗΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΥ ΜΑΡΙΑΣ Ο ΕΠΙΚΛΗΘΕΙΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΖΩΓΡΑΦΙΣΘΗ ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΟΠΩΝ ΚΑΙ ΕΞΟΔΩΝ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΠΑΝΟΣΙΩΤΑΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΩΤΑΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΚΥΡΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ Ο ΕΚΛΙΘΗΣ ΜΑΡΚΟΥΡΗ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΕΥΡΕΘΕΝΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΚΑΙ ΑΡΧΙΕΡΑΤΕΥΟΝΤΩΝ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΘΕΟΦΙΛΕΣΤΑΤΟΥ ΚΑΙ ΑΠΩΤΑΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΣΗΜΕΩΝ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣ ΩΛΕΝΗΣ. ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΕΜΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΕΝ ΚΩΜΗ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΝΕΖΕΡΑΔΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ ΕΝ ΕΤΗ ΑΠΟ ΕΝΣΑΡΚΩΣΕΩΣ ΚΥΡΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟ ΜΙΑΣ 1746 ΚΑΙ 47 ΕΝ ΜΗΝΙ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 10».
Το τέμπλο φέρει ημερομηνία 10 Ιουνίου 1748. Η Μονή έχει τρία παρεκκλήσια, της Αγίας Ελένης μέσα στο χώρο της μονής και δύο έξω από τον περίβολο, του αγίου Στέφανου και των Ταξίαρχων. Μέχρι το 1810 ήταν μετόχι της Άνω μονής Δίβρης, μετά το 1810 έως το 1834 ήταν ανεξάρτητο και αυτόνομο. Σε κατάστιχο του μοναστηριού Φεβρουάριος 1829 αναγράφονται τα περιουσιακά του στοιχεία και οι μονάζοντες. Το 1834 ήταν χρονιά φοβερού-διωγμού νια τα Μοναστήρια της μικρής τότε Ελλάδας. Το διάταγμα της Αντιβασιλείας με εισηγητή το Βαυαρό καθηγητή του δικαίου και μέλους της Αντιβασιλείας φον Μάουερ, που ήταν προτεστάντης, διέλυε σχεδόν τα περισσότερα μοναστήρια της χώρας. Ελάχιστα, που είχαν πολυάριθμες μοναστικές κοινότητες έμειναν, δηλαδή όσα μοναστήρια είχαν πάνω από πέντε μοναχούς. Τότε διαλύθηκαν βίαια συνολικά 412 μοναστήρια. Μέσα σ’ αυτά ήταν και η Κάτω μονή της Δίβρης. Σύμφωνα με το διάταγμα αυτό οι περιουσίες των Μοναστηριών που καταργούνταν, περιέρχονταν στο κράτος, ενώ τα ιερά σκεύη και οι εικόνες τους εξετίθονταν σε δημόσιο πλειστηριασμό. Στην Κάτω μονή βέβαια δεν συνέβη αυτό, αλλά στα περισσότερα έγινε.
Έτσι από την κοσμική εξουσία καταφέρθηκε φοβερό πλήγμα κατά της εκκλησίας, ενώ η τεράστια εκκλησιαστική περιουσία, αφιερώματα και λοιπά διαρπάγησαν από το κράτος. Η διάλυση της Κάτω μονής λύπησε τους ευλαβείς Διβριώτες και άρχισαν τα διαβήματα προς την Ιερή Σύνοδο και τον Βασιλιά Όθωνα για να κριθεί διατηρητέα.
Κατόπιν απ’ τις ενέργειες αυτές με πρόταση της Ιερής Συνόδου εκδόθηκε το Βασ. Διάταγμα - 6 Μαρτίου 1841 με το οποίο αναγνωριζόταν η μονή και πάλι διατηρούμενη ως Μετόχι της Άνω Μονής Δίβρης.
Σήμερα το Κάτω μοναστήρι στεγάζει οικοτροφείο συντηρούμενο υπό της ιερής Μητρόπολης και κατασκηνώσεις θερινές όπου φιλοξενούνται νέοι από τον Πύργο και τα περίχωρα, ηλικίας 13-18 χρονών.
Από το 1991 λειτουργεί και δεύτερη κατασκηνωτική περίοδος κατά την οποία φιλοξενούνται ιεροσπουδαστές της Ιεράς Μητροπόλεως Ηλείας. Το καλοκαίρι του 1994 λειτούργησε και τρίτη περίοδος για τα παιδιά της Δίβρης Βορείου Ηπείρου τα οποία φιλοξένησε η Μητρόπολη Ηλείας. Ο Σεβασμιώτατος Ηλείας κ..κ. Γερμανός Παρασκευόπουλος φροντίζει ώστε η διαμονή των φιλοξενουμένων να γίνεται όλο και πιο ευχάριστη. Διατέθηκαν τα απαιτούμενα κονδύλια και έγιναν οι απαραίτητες εργασίες, για την πλήρη εξυπηρέτηση των αναγκών της Κατασκήνωσης. Τα έργα αυτά εργασίες είναι προσθήκη ορόφου ξενώνα, προσθήκη αίθουσας τραπεζαρίας συνέχεια στην κουζίνα (έως το 1993 εστερείτο τραπεζαρίας). Διατέθηκε ο απαιτούμενος εξοπλισμός (Τραπέζια, καρέκλες, μαγειρείο, επαγγελματικό πλυντήριο πιάτων κ.ά.). Έγινε επέκταση της εξωτερικής αυλής η οποία στρώθηκε με τσιμέντο. Κατασκευάστηκε σκάλα από την εξωτερική αυλή προς την τραπεζαρία. Δημιουργήθηκε χώρος για γήπεδο, ενώ ο δήμος Πύργου πρόσφερε μερικά όργανα παιδικής χαράς, τα οποία τοποθετήθηκαν εκεί.
Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΣΤΟΥΣ ΓΚΡΟΥΣΤΑΔΕΣ
Καύχημα και κόσμημα της Δίβρης και κατ’ επέκταση της ορεινής Ηλείας είναι ο Βυζαντινός ναός της Αγίας Τριάδος στους Γκρουστάδες, που διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση.Ο ναός αυτός ανηγέρθη περίπου στο τέλος του 12ου με αρχές 13ου αιώνα κατά την εκτίμηση των ασχολουμένων με Βυζαντινά μνημεία, αλλά δεν έχει ακόμη μελετηθεί επαρκώς. Στη 10ετία του 1950 αναστηλώθηκε, συντηρήθηκε με ενέργειες του διαπρεπούς τέκνου της Δίβρης κ. Στέφανου Χρ. Στεφανόπουλου δια χορηγίας του κράτους, όπως ανακαινίσθηκαν και τα δυο κατεστραμμένα μοναστήρια Άνω και Κάτω Δίβρης. Ο κ. Τάσος Γριτσόπουλος γράφει :
«Ο παλαιότερος ναός της κώμης (Δίβρης), ως νομίζω, της Αγίας Τριάδος, έστω κι έτσι με παραλλαγμένη την αρχική του μορφή, στον τύπο εγγεγραμμένου σταυρού μετά τρούλλου, τον οποίον δορυφορούν τέσσαρες ρόμβοι και καλύπτουν αντί για κεραμίδια μεγάλες πλάκες, αποτελεί ένα μνημείον, προκλητικόν θα έλεγα λόγω της ιδιόρρυθμης φυσιογνωμίας του, με 2 τουλάχιστον, αν μη τρεις διαδοχικές κατά στρώματα διακοσμήσεις δια τοιχογραφιών. Τούτων το παλαιότερον της Αλώσεως, πάντως όχι πολύ μακριά ύστερ’ απ’ αυτήν. Την Δίβρη και τον ναό της Αγίας Τριάδος προ 100 ετών επεσκέφθη παλαιός αρχαιομαθής φιλόλογος, ο λυκειάρχης Ιάκωβος Δραγάτσης, που δεν παρέλειψε να σημειώση μερικές αξιοπερίεργες παρατηρήσεις «... εν τω Απάνω Μαχαλά υπάρχει ναΐσκος επ’ ονόματι της Αγίας Τριάδος, όλως άσημος το εξωτερικόν, φέρων στέγην την συνήθη επί πασών των οικιών της Δίβρης, κεκαλυμμένην δηλ. υπό είδους σχιστολίθου, όστις όμως εσωτερικώς εν σμικρώ φέρει όλον τον τύπον του Βυζαντινού ρυθμού και κατακοσμείται υπό απείρων τοιχογραφιών εφ’ όλων των πλευρών, ων ουδέ το ελάχιστον μέρος μένει άνευ γραφής. Αι πλείσται των εικόνων διατηρούνται κάλλιστα, φθοράς μόνον μικράς επενεχθείσης υπό των επί των τοίχων ή εγγύς τούτων προσκολλωμένων κηρίων. Πολλών αγίων κατεστράφη η όψις, η δε καταστροφή αύτη αποδίδεται υπό της παραδόσεως εις τους καταλαβόντας Αλβανούς την κωμόπολιν κατά την του 1827 επανάστασιν. Το μνημείον είναι άξιον συντηρήσεως μάλιστα δια τας εικόνας και καλόν θα ήτο εάν ελαμβάνετο πρόνοια σωστική των πολλών και καλών τοιχογραφιών, των καθ’ εκάστην φθοράς επαπειλούμενων. Η παράδοσις ανάγει τους χρόνους αυτούς εις το τέλος της 13ης και τας αρχάς της 14ης εκατονταετηρίδας, αλλά και μίαν προ της πρώτης εάν προσθέση τις προς τα όπισθεν, ίσως δεν ευρίσκεται εν απάτη, ένεκα της παλαιότητας των πλείστων γραφών και του τύπου επί των εικόνων επιγραφών. Δυστυχώς δεν κατώρθωσα να ανεύρω το μέρος όπου είναι ωρισμένως αναγεγραμμένο το έτος της οικοδομής, όπερ μόνος είς των παλαιοτέρων Ιερέων της κωμοπόλεως γνωρίζει, πλην απουσιάζων δεν ηδυνήθη να με βοηθήση εις ανεύρεσιν αυτού».
Η αποδιδόμενη από την παράδοση κακοποίηση της όψης πολλών αγίων στους Αλβανούς κατά την Επανάσταση του 1821 δεν είναι σωστή, γιατί η Δίβρη στην Επανάσταση δεν καταλήφθηκε από Αλβανούς ούτε Τούρκους. Οι Αλβανοί έκαναν τέτοιου είδους βανδαλισμούς κατά τη δεκαετία που ακολούθησε μετά την αποτυχία της επανάστασης του 1770 δηλαδή στα Ορλωφικά. Κατά τη γνώμη μας πραγματικά είναι ένα αξιόλογο Βυζαντινό μνημείο, όμως δεν έχει μελετηθεί ακόμη από τους ειδικούς. Είναι λοιπόν ανάγκη να αναληφθεί αληθινή σταυροφορία υπό των Διβριωτών και παραστάσεις προς τους αρμοδίους για να γίνει εμπεριστατωμένη μελέτη του μνημείου και στη συνέχεια αναπαλαίωση. Η παράδοση αναφέρει ότι ο Βυζαντινός αυτός ναός είναι κτίσμα του 6ου μ.Χ. αιώνα. Στη δυτική πλευρά του ναού, κάτω αριστερά της θύρας ήταν γραμμένη και η ημερομηνία ανεγέρσεως.